Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τάσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάσσω [táso] -ομαι Ρ2.2 : 1. θέτω, βάζω: Έταξε ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. H πατρίδα τον έταξε φρουρό των συνόρων της. Είναι ταγμένος για μεγάλα έργα, προορισμένος. 2. (παθ.) τοποθετούμαι, παίρνω θέση (υπέρ ή εναντίον κάποιου): Σε περίπτωση πολέμου θα ταχθούμε στο πλευρό των συμμάχων μας. H αντιπολίτευση δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ / κατά του νομοσχεδίου. Tάσσομαι αλληλέγγυος με κπ.

[λόγ. < αρχ. τάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go