Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχολαστικίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχολαστικίζω [sxolastikízo] Ρ2.1α : έχω τάση προς σχολαστικισμό ή έχω τα χαρακτηριστικά του σχολαστικού.

[λόγ. σχολαστικ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. pédanter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go