Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχοινοβατώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχοινοβατώ [sxinovató] Ρ10.9α : 1.κάνω σχοινοβασίες. 2. (μτφ.) αντιμετωπίζω δύσκολες και τεταμένες καταστάσεις και προσπαθώ με παράτολμους χειρισμούς να ισορροπήσω τις αντιθέσεις· ακροβατώ2.

[λόγ. σχοινοβάτ(ης) -ώ απόδ. γαλλ. danser sur la corde raide]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go