Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχηματοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχηματοποιώ [simatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παριστάνω, απεικονίζω κτ. σχηματικά με απλές γραμμές. 2. παρουσιάζω, εκθέτω μια κατάσταση με απλουστευτικό τρόπο, τονίζοντας μόνο τα ουσιώδη στοιχεία. || (μειωτ.) υπεραπλουστεύω.

[λόγ. < ελνστ. σχηματοποιῶ `δίνω μορφή΄ σημδ. γαλλ. schématiser (σχῆμα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go