Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυγμομετρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυγμομετρώ [sfiγmometró] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(ιατρ.) μετρώ τη συχνότητα των καρδιακών σφυγμών. 2. (στατ.) κάνω σφυγμομέτρηση2, με κατάλληλες ερωτήσεις ερευνώ τις απόψεις της κοινής γνώμης.

[λόγ.: 1: σφυγμόμετρ(ον) -ώ· 2: σφυγμ(ός) -ο- + μετρώ μτφρδ. γαλλ. prendre, tâter le pouls]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go