Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστηματοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστηματοποιώ [sistimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : οργανώνω μια δραστηριότητα με βάση ένα σύστημα, μια ορθολογική μέθοδο: ~ τις εμπορικές εξαγωγές. Συστηματοποιήθηκαν οι έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων. ~ τις γνώσεις μου, τις εντάσσω σε τομείς και εμβαθύνω σε αυτές. Συστηματοποιημένες γνώσεις. ANT ασυστηματοποίητες.

[λόγ. συστηματ- (σύστημα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. systématiser σύστημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go