Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστέλλω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστέλλω [sistélo] -ομαι Ρ αόρ. συνέστειλα, απαρέμφ. συστείλει, παθ. αόρ. συστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεστάλη, συνεστάλησαν, απαρέμφ. συσταλεί : ANT διαστέλλω. α. (φυσ.) μειώνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με μείωση της θερμοκρασίας: Όλα τα σώματα όταν θερμαίνονται διαστέλλονται και όταν ψύχονται συστέλλονται. β. (φυσιολ.) περιορίζω τις διαστάσεις ενός οργάνου του σώματος: Συστέλλεται η μήτρα / η κόρη του ματιού / ένα αγγείο.

[λόγ. < αρχ. συστέλλω `χαμηλώνω τα πανιά΄, -ομαι `περιορίζομαι, μικραίνω΄ σημδ. γαλλ. contracter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go