Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνωστίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνωστίζομαι [sinostízome] Ρ2.1β : σπρώχνω κπ. και σπρώχνομαι από αυτόν, πιέζοντας και πιεζόμενος από ένα πλήθος ανθρώπων, που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο και συνήθ. σε κίνηση· συνωθούμαι: Δεκάδες άτομα συνωστίζονται στις στάσεις των λεωφορείων / μπροστά στα ταμεία των τραπεζών / στα μουσεία ή στους αρχαιολογικούς χώρους.

[λόγ. < συν- αρχ. ὠστίζομαι (επιτατ. του ὠθοῦμαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go