Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνυποβάλλω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνυποβάλλω [sinipoválo] -ομαι Ρ (βλ. υποβάλλω) : υποβάλλω κτ., κυρίως έγγραφο, μαζί με κτ. άλλο: Mε την αίτηση πρέπει να συνυποβάλω / να συνυποβληθεί βεβαίωση της εφορίας.

[λόγ. < ελνστ. συνυποβάλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go