Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνυπηρετώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνυπηρετώ [sinipiretó] Ρ10.9α : υπηρετώ στην ίδια υπηρεσία ή στην ίδια πό λη μαζί με κπ. άλλο: Mε τη Σόφη συνυπηρετήσαμε στο Γυμνάσιο Άρτας.

[λόγ. < αρχ. συνυπηρετῶ `εξυπηρετώ, βοηθώ΄ κατά τη σημ. του υπηρετώ2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go