Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταξιοδοτώ [sindaksioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : χορηγώ, δίνω σε κπ. σύνταξη: Tο κράτος συνταξιοδοτεί τους δημόσιους υπαλλήλους. Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.
[λόγ. σύνταξ(ις) 1 -ο- + -δοτώ]



