Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνοφρυώνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνοφρυώνομαι [sinofriónome] Ρ1β : μαζεύω, ζαρώνω τα φρύδια μου και συγχρόνως σε όλο το πρόσωπό μου αποτυπώνεται η δυσαρέσκεια, ο θυμός ή η περισυλλογή: Συνοφρυώθηκε, όταν έμαθε πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση. Tι συμβαίνει και είσαι συνοφρυωμένος;

[λόγ. < αρχ. συνοφρυ(οῦμαι) -ώνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go