Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνηγορώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνηγορώ [siniγoró] Ρ10.9α : υποστηρίζω, υπερασπίζομαι κάποιο πρόσωπο, κάποια υπόθεση ή κάποια άποψη, συνήθ. σε λόγια σύνταξη: ~ υπέρ της εκλογής του τάδε υποψηφίου / υπέρ της παράτασης της απεργίας. ~ για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων. || (στο γ' πρόσ.) για κτ. που ενισχύει κάποια άποψη ή ενέργεια: Tα οικονομικά δεδομένα συνηγορούν υπέρ της επιβολής βαρύτερης φορολογίας.

[λόγ. < αρχ. συνηγορῶ `ασκώ υπεράσπιση στο δικαστήριο΄, κατά τη σημ. του συνήγορος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go