Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεφέρνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεφέρνω [sineférno] Ρ αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συνεφέρει : 1.κάνω κπ. να συνέρθει, όταν έχει χάσει τις αισθήσεις του, τις σωματικές ή ψυχικές του δυνάμεις ή όταν οι ενέργειές του είναι αντίθετες με την ηθική ή με την κοινή λογική: Προσπάθησα να τον συνεφέρω με ένα ζεστό / με τις συμβουλές μου. 2. (λαϊκότρ.) συνέρχομαι.

[αρχ. συμφέρω `βοηθώ΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. συνέφερα και κατά την εξέλ. φέρω > φέρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go