Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεταιρίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεταιρίζομαι [sineterízome] Ρ2.1β : 1.παίρνω συνεταίρο στην επιχείρησή μου ή γίνομαι συνέταιρος με κπ. άλλον. 2. για άτομα που σχηματίζουν ένωση, η οποία έχει ως σκοπό την προάσπιση των επαγγελματικών ή οικονομικών συμφερόντων τους· μετέχω σε συνεταιρισμό: Συνεταιρισμένοι αγρότες.

[λόγ. < ελνστ. συνεταιρίζομαι `κάνω σύντροφο΄ σημδ. γαλλ. s΄associer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go