Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεπιδρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεπιδρώ [sinepiδró] Ρ10.4α αόρ. συνεπέδρασα, απαρέμφ. συνεπιδράσει : ασκώ επίδραση σε κπ. ή σε κτ. μαζί με κπ. ή με κτ. άλλο: Φαινόμενα που συνεπιδρούν.

[λόγ. συν- επιδρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go