Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεπαίρνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεπαίρνω [sinepérno] Ρ αόρ. συνεπήρα, απαρέμφ. συνεπάρει, μππ. συνεπαρμένος : φέρνω κπ. σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής έξαρσης: H ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού / ο ενθουσιασμός μάς συνεπήρε. Ο ομιλητής είχε συνεπάρει το ακροατήριο. Tο πλήθος συνεπαρμένο ζητωκραύγαζε.

[αρχ. συνεπαίρω `ξεσηκώνω συγχρόνως΄ κατά την εξέλ. του ἐπαίρω > παίρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go