Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεισφέρω [sinisféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεισέφερα, απαρέμφ. συνεισφέ ρει : συμβάλλω, εθελοντικά μαζί με άλλους, στην επιτυχία κάποιου σκοπού με υλική ή με ηθική βοήθεια: Θα συνεισφέρουμε όλοι για την ανέγερ ση του σχολείου / της εκκλησίας. Εκείνο που μπορώ να ~ είναι η πείρα μου.
[λόγ. < αρχ. συνεισφέρω]



