Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συναριθμώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναριθμώ [sinariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : συνυπολογίζω αριθμητικά: Στους λόγιους της Aναγέννησης συναριθμούνται και πολλοί Έλληνες.

[λόγ. < αρχ. συναριθμῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go