Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συναποτελώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναποτελώ [sinapoteló] -ούμαι Ρ10.10 : αποτελώ ένα σύνολο μαζί με άλλους ή με άλλα.

[λόγ. < αρχ. συναποτελῶ `βοηθώ στη συμπλήρωση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go