Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συναγελάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγελάζομαι [sinajelázome] Ρ2.1β : 1.για ζώο που ζει σε αγέλη: Οι γαζέλες συχνά συναγελάζονται με άλλα ζώα. 2. (μτφ.) συναναστρέφομαι ή βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους συνήθ. χαμηλού κοινωνικού ή ηθικού επιπέδου και σε συνθήκες που υποβιβάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: Στα κακόφημα κέντρα συναγελάζονται απατεώνες, λαθρέμποροι και μαστρωποί.

[λόγ. < αρχ. συναγελάζομαι (όχι μειωτ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go