Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπροφέρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπροφέρω [simbroféro] -ομαι Ρ (βλ. προφέρω) : προφέρω μαζί γειτονικά φωνήεντα δύο λέξεων.

[λόγ. < ελνστ. συμπροφέρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go