Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπηγνύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπηγνύω [simbiγnío] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. συνέπηξα, απαρέμφ. συμπήξει : (λόγ.) συγκροτώ, ιδρύω: Θα συμπήξουν συμμαχία / σωματείο.

[λόγ. < αρχ. συμπηγνύω, συμπήγνυμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go