Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπαρίσταμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαρίσταμαι [simbarístame] Ρ (βλ. παρίσταμαι) : (λόγ.) συμπαραστέκομαι.

[λόγ. < αρχ. συμπαρίσταμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go