Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπάσχω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπάσχω [simbásxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέπασχα : πάσχω μαζί με τον πάσχοντα, αισθάνομαι βαθιά λύπη για τον ψυχικό ή το σωματικό πόνο του.

[λόγ. < αρχ. συμπάσχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go