Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμβασιλεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβασιλεύω [simvasilévo] Ρ5.1α : μοιράζομαι τη βασιλική εξουσία με άλλον.

[λόγ. < ελνστ. συμβασιλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go