Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συζώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συζώ [sizó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : συμβιώνω, συγκατοικώ, και ειδικότερα, για άντρα και γυναίκα που ζουν μαζί χωρίς να είναι παντρεμένοι: Συζεί με έναν παντρεμένο.

[λόγ. < αρχ. συζῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go