Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκεφαλαιώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεφαλαιώνω [singefaleóno] -ομαι Ρ1 : παρουσιάζω, επαναλαμβάνω με συντομία (σε γραπτό ή σε προφορικό λόγο) τα βασικότερα, τα ουσιωδέστερα στοιχεία μιας εκτενέστερης ενότητας· συνοψίζω: Aς συγκεφαλαιώσουμε τη συζήτηση που προηγήθηκε καταλήγοντας και σε κάποια συμπεράσματα.

[λόγ. < αρχ. συγκεφαλαι(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go