Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκαίω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκαίω [singéo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) παθ. αόρ. συγκάηκα, απαρέμφ. συγκαεί, μππ. συγκαμένος : προκαλώ σύγκαμα, ερεθισμό του δέρματος. || (παθ.) υφίσταμαι ερεθισμό του δέρματος από προστριβή (κυρ. ψηλά ανάμεσα στα σκέλη, στις μασχάλες κτλ.): H επιδερμίδα του μωρού είναι ευαίσθητη και συγκαίεται εύκολα.

[αρχ. συγκαίω `ζεσταίνω πολύ, ερεθί ζω μέρος του σώματος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go