Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρουθοκαμηλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρουθοκαμηλίζω [struθokamilízo] Ρ2.1α : αγνοώ ηθελημένα ή προσποιη τά έναν (υπαρκτό) κίνδυνο, αποφεύγω να τον αντιμετωπίσω: H κυβέρνη ση στρουθοκαμηλίζει στα εθνικά θέματα.

[λόγ. στρουθοκαμη λ(ισμός) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go