Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στραφταλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραφταλίζω [straftalízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) είμαι στιλπνός και λαμπερός, ακτινοβολώ: Στραφταλίζει η θάλασσα στον ήλιο.

[συμφυρ. στράφτ(ει) + (γυ)αλίζει]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go