Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στραβοπατώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοπατώ [stravopató] & -άω Ρ10.1α. μππ. στραβοπατημένος στη σημ. β : α. πατώ στραβά, δεν ακουμπώ σωστά το πέλμα στο έδαφος: Στραβοπάτησε και έπεσε. β. ~ τα παπούτσια, τα στραβώνω, τους χαλάω τη φόρ μα εξαιτίας του κακού βαδίσματος: Xάλασαν τα τακούνια από τη μια πλευ ρά, γιατί στραβοπατάω τα παπούτσια μου. Στραβοπατημένες παντόφλες.

[στραβο- + πατώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go