Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στουμπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στουμπώνω [stumbóno] Ρ1α μππ. στουμπωμένος : (οικ.) 1. για κτ. που βου λώνει, που φράζει: Στούμπωσε η καπνοδόχος και δεν τραβάει. Στούμπωσε ο σωλήνας / η αποχέτευση. || κάνω κτ. να βουλώσει, να φράξει. 2. στουπώνωI. 3. (μτφ.) τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού και έχω έντο νο το αίσθημα του κορεσμού, συνήθ. με φαγητό που δε θεωρείται εκλεκτό: Στούμπωσα, δεν μπορώ να φάω πια ούτε μπουκιά. || κάνω κπ. να στουμπώσει: Mας στούμπωσαν με τις μακαρονάδες.

[στούμπ(ος) -ώνω `παραγεμίζω με τη χρήση στούμπου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go