Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στιλβώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβώνω [stilvóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια λεία επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου ή μαρμάρου με βερνίκι ή με βαφή για να γίνει γυαλιστερό· λουστράρω, γυαλίζω2.

[λόγ. < ελνστ. στιλβ(ῶ) -ώνω (σύγκρ. μσν. στιλβώνω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go