Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στημονιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στημονιάζω [stimonázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό.

[στημόν(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go