Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενάζω [stenázo] Ρ2.2α : 1. αναστενάζω. 2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι: Επί τετρακόσια χρόνια ο ελληνισμός στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
[λόγ. < αρχ. στενάζω]



