Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταυροκοπιέμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροκοπιέμαι [stavrokopxéme] Ρ10.1β : κάνω το σημείο του σταυρού: Δόξα σοι ο Θεός, είπε και σταυροκοπήθηκε.

[σταυρο- + -κοπώ, -ιέμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go