Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλίζω [stalízo] Ρ2.1α : οδηγώ κοπάδι, κυρίως προβάτων, σε σκιερό μέρος για μεσημεριανή ανάπαυση. || για κοπάδι που αναπαύεται σε σκιερό μέρος τα καλοκαιρινά μεσημέρια.
[στάλ(ος) -ίζω]



