Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταβλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταβλίζω [stavlízo] -ομαι Ρ2.1 : για μεγάλα ζώα, τα βάζω μέσα στο στάβλο: ~ τα άλογα.

[μσν. σταβλίζω < στάβλ(ος) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go