Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στέργω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέργω [stérγo] Ρ3α : συγκατατίθεμαι, δέχομαι, ανέχομαι: Δεν έστερξε να μου κάνει τη χάρη.

[αρχ. στέργω `δείχνω αγάπη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go