Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπικάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπικάρω [spikáro] Ρ6α : για αυτόν που αναμεταδίδει αθλητικό αγώνα από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση.

[σπίκερ -άρω με απλολ. [erar > ar] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go