Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπείρω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπείρωμα το [spíroma] Ο49 : 1. (τεχν.) η ελικοειδής αυλάκωση που περιβάλλει το σώμα ενός κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια ενός περικοχλίου: Aριστερόστροφα / δεξιόστροφα σπειρώματα. 2. για ό,τι έχει περιτυλιχθεί, γύρω από ένα νοητό ή πραγματικό σημείο, κατά το σχήμα σπείρας.

[λόγ. < αρχ. σπειρ(οῦμαι) `κουλιουριάζομαι΄ -ωμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπειρωτός -ή -ό [spirotós] Ε1 : ο σπειροειδής.

[λόγ. σπείρ(α) -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go