Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπαρταρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρταρώ [spartaró] & -άω Ρ10.1α & σπαρταρίζω [spartarízo] Ρ2.1α : α. για ψάρια που κινούνται σπασμωδικά, όταν τα βγάζουν έξω από το νερό. || κινούμαι με συνεχείς σπασμωδικές κινήσεις: Έπεσε κάτω και σπαρταρού σε από τον πόνο. Σπαρταρούσε ολόκληρος από τα γέλια. β. (μτφ.) πάλλομαι από έντονη συγκίνηση: Σπαρταρούσε ολόκληρος από φόβο / από χαρά. Σπαρταρά η καρδιά / η ψυχή μου.

[ίσως συμφυρ. αρχ. ἀσπαίρω `σπαρταρώ΄ (με αποβ. του αρχικού άτ φων.) + λαχταρώ: (α)σπαίρ(ω) - (λαχ)ταρώ και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · σπαρταρ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σπαρταρησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go