Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαζοκεφαλιάζω [spazokefa
ázo] Ρ2.1α : βασανίζω το μυαλό μου προσπαθώντας να βρω λύση σε δυσεπίλυτο πρόβλημα: Mη σπαζοκεφαλιάζεις άδικα· η απάντηση είναι πιο απλή απ΄ ό,τι νομίζεις. Σπαζοκεφάλια σα, αλλά το βρήκα. [σπαζοκεφαλ(ιά) -ιάζω]



