Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σατέν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σατέν το [satén] Ο (άκλ.) : ύφασμα από φυσικό, τεχνητό ή συνθετικό μετάξι, του οποίου η μία όψη είναι γυαλιστερή και η άλλη θαμπή, ματ. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~.

[λόγ. < γαλλ. satin (από τα αραβ.: από όν. μσν. πόλης της Κίνας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go