Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυτιδώνω [ritiδóno] -ομαι Ρ1 : κάνω ρυτίδες σε κπ., τον κάνω να αποχτήσει ρυτίδες, ζάρες· (πρβ. ρυτιδιάζω): Ο χρόνος και τα βάσανα είχαν ρυτιδώσει το πρόσωπό του. H αύρα ρυτίδωνε τα ήρεμα νερά της λίμνης. Ρυτιδωμένο πρόσωπο.
[λόγ. < αρχ. ῥυτιδ(ῶ) -ώνω]