Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρυπαρογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυπαρογραφώ [riparoγrafó] Ρ10.9α : γράφω κείμενα, δημοσιεύματα με περιεχόμενο ιδιαίτερα απρεπές, ανήθικο, υβριστικό κτλ.

[λόγ. ρυπαρογράφ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go