Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρυθμίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμίζω [riθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο: ~ τη μηχανή. || τοποθετώ κτ. σε μια ορισμένη θέση, διάταξη, για να λειτουργήσει καλά: ~ το διάφραγμα μιας φωτογραφικής μηχανής. β. δίνω σε μια κίνηση ή ενέργεια έναν ορισμένο ρυθμό που πρέπει να είναι ή που είναι ο κανονικός: ~ το βήμα μου / την ταχύτητα μιας μηχανής. 2. τακτοποιώ, διευθετώ: Tα σχετικά με την προαγωγή των υπαλλήλων θα ρυθμιστούν οριστικά με νέο νόμο.

[λόγ. < αρχ. ῥυθμίζω `ταχτοποιώ΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go