Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρουσφετολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουσφετολογώ [rusfetoloγó] Ρ10.9α : συναλλάσσομαι με μέσο το ρουσφέτι, υπόσχομαι και κάνω ρουσφέτια για να πετύχω πολιτικό όφελος.

[λόγ. ρουσφετολογ(ία) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go