Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροντάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντάρω [rodáro] -ομαι Ρ6 : βάζω σε κίνηση ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια καινούρια μηχανή, ακολουθώντας κάποιους περιορισμούς, ώστε τα επί μέρους τμήματά τους να λειτουργήσουν και να εναρμονιστούν όσο γίνεται καλύτερα.

[γαλλ. rod(er) -άρω ή μέσω του ιταλ. rodar(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go