Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροντάρω [rodáro] -ομαι Ρ6 : βάζω σε κίνηση ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια καινούρια μηχανή, ακολουθώντας κάποιους περιορισμούς, ώστε τα επί μέρους τμήματά τους να λειτουργήσουν και να εναρμονιστούν όσο γίνεται καλύτερα.
[γαλλ. rod(er) -άρω ή μέσω του ιταλ. rodar(e) -ω]